-
1 κατορθωμα
- ατος τό1) успех(τὸ ἄνευ τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Arst.; ἥ ἐκ τῶν κατορθωμάτων χαρά Polyb.)
2) честный поступок, доброе дело -
2 κατόρθωμα
κατόρθωμαsuccess: neut nom /voc /acc sg -
3 κατόρθωμα
κατόρθωμα, ατος, τό (s. prec. entry and διόρθωμα; Aristot., Polyb. et al.; Philo; Jos., Bell. 1, 55; 7, 5) the condition of coming out right, success, prosperity, good order, pl. (as Chariton 7, 6, 5; X. Eph. 1, 1, 4; SIG 783, 15; PHermWess (=StudPal V) 125 II, 4 τ. μέγιστα κατορθώματα τῇ πατρίδι; Ath., R. 21 p. 73, 25) Ac 24:2 v.l. (for διόρθωμα).—DELG s.v. ὀρθός. M-M. TW. -
4 κατόρθωμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατόρθωμα
-
5 κατόρθωμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατόρθωμα
-
6 κατόρθωμα
τό1) подвиг (тж. ирон.); 2) достижение -
7 κατόρθωμα
успех, благоустройство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατόρθωμα
-
8 κατόρθωμα
[катортома] ουσ. о. достижение, осуществление, подвиг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατόρθωμα
-
9 κατόρθωμα
[катортома] ουσ ο достижение, осуществление, подвиг. -
10 κατόρθωμα
A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM 1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.).2 that which is done rightly, virtuous action, in pl., opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κ., Stoic.3.134.4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόρθωμα
-
11 κατόρθωμα
κατ-όρθωμα, τό, das Gerad-, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte. Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum -
12 κατορθωμάτων
κατόρθωμαsuccess: neut gen pl -
13 κατορθώμασι
κατόρθωμαsuccess: neut dat pl -
14 κατορθώμασιν
κατόρθωμαsuccess: neut dat pl -
15 κατορθώματα
κατόρθωμαsuccess: neut nom /voc /acc pl -
16 κατορθώματι
κατόρθωμαsuccess: neut dat sg -
17 κατορθώματος
κατόρθωμαsuccess: neut gen sg -
18 muvaffakiyet
κατόρθωμα -
19 подвиг
подвиг м το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα* совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα (или ανδραγάθημα)* * *мτο ανδραγάθημα, το κατόρθωμαсоверши́ть по́двиг — κάνω κατόρθωμα ( или ανδραγάθημα)
-
20 подвиг
-а α.κατόρθωμα, άθλος, επίτευγμα, μεγαλούργημα•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγαθία, -γάθημα•
боевой подвиг πολεμικός άθλος•
трудовой подвиг εργατικός άθλος•
двенадцать -ов Геракла οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή•
подвиг героя το κατόρθωμα του ήρωα.
См. также в других словарях:
κατόρθωμα — success neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
κατόρθωμα — το, ατος εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: Διηγείται τα κατορθώματά του στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατορθωμάτων — κατόρθωμα success neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασι — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασιν — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματα — κατόρθωμα success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματι — κατόρθωμα success neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματος — κατόρθωμα success neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… … Философская энциклопедия
СТОИЦИЗМ — учение одной из наиболее влиятельных филос. школ античности, основанной ок. 300 г. до н.э. Зеноном из Китиона. История С. традиционно делится на три периода: ранняя стоя (Зенон, Клеанф, Хрисипп и их ученики, 3 2 вв. до н.э.), средняя стоя… … Философская энциклопедия